μιλιβόλτ

μιλιβόλτ
το
μετρολ. μονάδα ηλεκτρικού δυναμικού, με σύμβολο mV, ίση προς το ένα χιλιοστό τού βολτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… …   Dictionary of Greek

  • μιλιβολτόμετρο — το φυσ. βολτόμετρο μεγάλης ευαισθησίας, βαθμονομημένο σε μονάδες μιλιβόλτ, το οποίο επιτρέπει τη μέτρηση πολύ μικρών τιμών διαφοράς δυναμικού …   Dictionary of Greek

  • μιλλιβόλτ — το βλ. μιλιβόλτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”